Ηλικιακή εκφύλιση της ωχράς κηλίδας
Ηλικιακή εκφύλιση της ωχράς κηλίδας
Ένα άρθρο από τον
Δρ. Θεόδωρος-Αθανάσιος Παπαδόπουλος
Επιμελητής Α’Υπεύθυνος Τμήματος Βυθού
Η ηλικιακή εκφύλιση της ωχράς κηλίδας είναι μια πάθηση που προκαλεί προοδευτική απώλεια της κεντρικής όρασης και αποτελεί μια από τις κυριότερες αιτίες μείωσης της οπτικής οξύτητας. Η εκφύλιση της ωχράς κηλίδας σε προχωρημένη μορφή μπορεί να οδηγήσει σε τύφλωση με τη νομική σημασία του όρου (οπτική οξύτητα μικρότερη από 1/10), όμως δεν καταλήγει ποτέ σε ολοκληρωτική τύφλωση αφού η περιφερική όραση παραμένει ανέπαφη (Εικόνες 1, 2).
Παράγοντες επικινδυνότητας
Η εκφύλιση της ωχράς κηλίδας εμφανίζεται συνήθως σε άτομα ηλικίας άνω των 50 ετών, όμως ορισμένες μορφές της νόσου μπορεί να προσβάλουν και νεαρότερα άτομα. Η πάθηση μπορεί να οφείλεται σε κληρονομικά αίτια ωστόσο η ηλικία, η διατροφή, το κάπνισμα και η έκθεση στον ήλιο είναι παράγοντες που μπορεί να οδηγήσουν στην εμφάνιση της. Άτομα με οικογενειακό ιστορικό συνιστάται να κάνουν συχνότερα έλεγχο γιατί ο κίνδυνος να εμφανίσουν την ασθένεια είναι μεγαλύτερος.
Συμπτώματα
Τα συμπτώματα που παρουσιάζουν οι ασθενείς που νοσούν είναι θόλωση της όρασης, παραμόρφωση των ευθειών γραμμών (φαίνονται κυματιστές), δυσκολία ανάγνωσης (λείπουν γράμματα ή συλλαβές από τις λέξεις), μείωση της αντίληψης των χρωματικών αντιθέσεων και παρουσία σκοτεινών σημείων στην κεντρική όραση.
Διάγνωση
Η έγκυρη διάγνωση γίνεται μόνο από τον οφθαλμίατρο με έλεγχο του αμφιβληστροειδούς με βυθοσκόπηση και έλεγχο των αγγείων του βυθού με φλουραγγειογραφία ή αγγειογραφία ινδοκυανίνης. Η πλέον συνήθης όμως διαγνωστική εξέταση είναι ένα είδος αξονικής τομογραφίας, η οπτική τομογραφία συνοχής (OCT), που επιτρέπει την ανάλυση όλων των δομών και των στοιβάδων στην περιοχή της ωχράς κηλίδας.
Τύποι εκφύλισης της ωχράς κηλίδας
Υπάρχουν δύο τύποι εκφύλισης της ωχράς κηλίδας. Η ξηρού τύπου (μη εξιδρωματική ή ατροφική) που είναι πιο διαδεδομένη και εξελίσσεται συνήθως αργά και η υγρού τύπου (εξιδρωματική ή νεοαγγειακή) που είναι λιγότερο συχνή αλλά εξελίσσεται ταχύτερα και αποτελεί την πιο σοβαρή μορφή της νόσου. Η υγρού τύπου εκφύλιση είναι υπεύθυνη για το 90% των περιπτώσεων σοβαρής απώλειας όρασης και μπορεί να προκαλέσει σημαντική μείωση της οπτικής οξύτητας μέσα σε διάστημα λίγων μηνών.
Ξηρού τύπου
Η απώλεια όρασης στην εκφύλιση της ωχράς κηλίδας ξηρού τύπου οφείλεται στη μακροχρόνια εναπόθεση πρωτεϊνών και λιπιδίων στην περιοχή που βρίσκεται κάτω από ένα προστατευτικό στρώμα κυττάρων που ονομάζεται μελάγχρουν επιθήλιο αμφιβληστροειδούς και διαχωρίζει τον αμφιβληστροειδή από το χοριοειδή χιτώνα. Από τις εναποθέσεις πρωτεϊνών και λιπιδίων δημιουργούνται όζοι που μοιάζουν με κίτρινες κουκκίδες και ονομάζονται drusen. Οι μικρές ποσότητες ντρούζεν δεν προκαλούν συνήθως απώλεια όρασης, όσο όμως αυξάνουν σε αριθμό και επεκτείνονται, οδηγούν σε καταστροφή των φωτοευαίσθητων κυττάρων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο αμφιβληστροειδής να εμφανίζει ατροφία στην περιοχή της ωχράς κηλίδας που συχνά αναφέρεται και ωςγεωγραφική ατροφία. Οι βλάβες αυτές προκαλούν ένα σκοτεινό σημείο στο κέντρο της όρασης που με την πάροδο του χρόνου μπορεί να γίνει πιο εκτεταμένο.
Υγρού τύπου
Η υγρή εκφύλιση της ωχράς κηλίδας εμφανίζεται όταν το μελάγχρουν επιθήλιο του αμφιβληστροειδούς δεν μπορεί να εμποδίσει την ανάπτυξη νέων, εύθραυστων, παθολογικών, αιμοφόρων αγγείων κάτω από την ωχρά κηλίδα (χοριοειδική νεοαγγείωση). Μια πρωτεΐνη που ονομάζεται αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας (VEGF) είναι υπεύθυνη για την ανάπτυξη των παθολογικών νέων αγγείων με αποτέλεσμα τη διαρροή υγρού και αίματος. Η διαρροή αυτή δημιουργεί οίδημα και αλλοιώσεις που καταστρέφουν τα φωτοευαίσθητα κύτταρα της ωχράς κηλίδας επιφέροντας σταδιακή απώλεια της κεντρικής όρασης. ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας (VEGF) είναι υπεύθυνη για την ανάπτυξη των παθολογικών νέων αγγείων με αποτέλεσμα τη διαρροή υγρού και αίματος. Η διαρροή αυτή δημιουργεί οίδημα και αλλοιώσεις που καταστρέφουν τα φωτοευαίσθητα κύτταρα της ωχράς κηλίδας επιφέροντας σταδιακή απώλεια της κεντρικής όρασης.
Θεραπεία
Στην εκφύλιση της ωχράς κηλίδας ξηρού τύπου δεν υπάρχει θεραπευτική αγωγή γι’ αυτό συνιστάται η λήψη προληπτικών μέτρων και ο συχνός έλεγχος για ανίχνευση τυχόν αλλαγών στην όραση. Σε ποσοστό περίπου 30% υπάρχει κίνδυνος μετατροπής της εκφύλισης ξηρού τύπου σε υγρού τύπου. Για την επιβράδυνση της εξέλιξης της νόσου συνιστάται η λήψη ειδικών συμπληρωμάτων διατροφής και πολυβιταμινούχων σκευασμάτων σε συνεννόηση με τον οφθαλμίατρο, η αποφυγή του καπνίσματος, η χρήση γυαλιών ηλίου με ειδικά φίλτρα για προστασία από την υπεριώδη ακτινοβολία, η υιοθέτηση μιας ισορροπημένης διατροφής, η ρύθμιση της πίεσης και της χοληστερίνης και ο συχνός αυτοέλεγχος με τη χρήση του πίνακα του Amsler για τον έγκαιρο εντοπισμό των αλλαγών στην όραση (Εικόνα 3).
Για την αντιμετώπιση της εκφύλισης της ωχράς κηλίδας υγρού τύπου χρησιμοποιούνται ουσίες που εμποδίζουν την παραγωγή του αγγειακού ενδοθηλιακού αυξητικού παράγοντα (VEGF), όπως η ρανιμπιζουμάμπη (Lucentis) και η αφλιμπερσέπτη (Eylea). Οι ουσίες αυτές μειώνουν τη διαρροή και το οίδημα διότι περιορίζουν την ανάπτυξη των παθολογικών αιμοφόρων αγγείων. Χορηγούνται με ένεση εντός του οφθαλμού (ενδοϋαλοειδικά) από εξειδικευμένο οφθαλμίατρο σε συνθήκες αποστείρωσης και σε περιβάλλον χειρουργείου υπό τοπική αναισθησία. Η διαδικασία είναι σύντομη, σχεδόν ανώδυνη και δεν απαιτεί παραμονή του ασθενούς στο νοσοκομείο. Το θεραπευτικό σχήμα ξεκινάει συνήθως με τρεις μηνιαίες εγχύσεις, μία κάθε μήνα για τους τρεις πρώτους μήνες, με επανάληψη στη συνέχεια ανάλογα με την πορεία της νόσου. Το απαραίτητο χρονικό διάστημα για την εκτίμηση του αποτελέσματος κάθε ένεσης είναι ένας μήνας. Μέχρι πρόσφατα δεν υπήρχε ουσιαστική θεραπεία για την αντιμετώπιση της υγρής μορφής της νόσου. Το 2000 εφαρμόστηκε η φωτοδυναμική θεραπεία, η οποία είχε αποτελέσματα μόνο σε επιλεγμένες περιπτώσεις, γι’ αυτό σήμερα χρησιμοποιείται σπάνια. Αντίθετα η θεραπεία με ενδοϋαλοειδικές ενέσεις που εφαρμόζεται από το 2007 είναι ασφαλής και αποτελεσματική στην πλειονότητα των περιπτώσεων.
Πρόγνωση
Η βλάβη που προκαλείται από την εκφύλιση της ώχρας κηλίδας συνήθως δεν αναστρέφεται, αλλά η έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία μπορούν να συμβάλουν στη μείωση της απώλειας της όρασης και στη σταθεροποίηση της κατάστασης. Εξίσου σημαντική είναι η λήψη προληπτικών μέτρων όσον αφορά τους παράγοντες που σχετίζονται με την εμφάνιση της νόσου. Στην περίπτωση προχωρημένης εκφυλίσεως ξηρού ή υγρού τύπου μπορούν να χρησιμοποιηθούν βοηθήματα χαμηλής όρασης που μεγεθύνουν την εικόνα των αντικειμένων ή το οπτικό πεδίο.